πιμέλωση

πιμέλωση
η, Ν
η βαθμιαία πάχυνση, η παχυσαρκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιμελῶ. Η λ., στον λόγιο τ. πιμέλωσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”